Τιτῆνες

Τιτῆνες
Τῑτῆνες, οἱ, [dialect] Ion. for Τιτᾶνες,

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Τιτῆνες — Τῑτῆνες , Τιτάν the Titans masc nom/voc pl (ionic) Τῑτῆνες , Τιτάν the Titans masc nom pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζοφερός — ή, ό (Α ζοφερός, ά, όν) [ζόφος] 1. γεμάτος ζόφο, σκοτεινός, κατασκότεινος, ζοφώδης («Τιτῆνες ναίουσι πέρην Χάεος ζοφεροῑο», Ησίοδ.) 2. αυτός που εμπνέει φόβο, απελπισία, απαισιοδοξία («η κατάσταση είναι ζοφερή») αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ζοφερόν …   Dictionary of Greek

  • τιτήνη — ἡ, Α βασίλισσα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < Τιτᾶνες / Τιτῆνες, κατά τα πρωτόκλιτα θηλυκά σε η] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”